- μεσημεριανό
- déjeuner
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
άριστον — ἄριστον, το (AM) το μεσημβρινό φαγητό (σε μτγν. εποχή, όταν το πρόγευμα το αποκαλούσαν «ἀκράτισμα») αρχ. το πρωινό φαγητό, το πρόγευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τ. *αιερι δ τον < (τοπικό) *άρι (συνηρημένος τ. του *αίερι, ήρι «ενωρίς») + μηδενισμένη… … Dictionary of Greek
απόγευμα — κ. γεμα κ. γιομα, το (AM ἀπόγευμα) [γεύμα] το χρονικό διάστημα από το μεσημεριανό φαγητό (γεύμα) ως το βράδυ, απομεσήμερο … Dictionary of Greek
γευματίζω — και γιοματίζω (Μ γευματίζω) [γεύμα] 1. τρώγω, παίρνω (κυρίως το μεσημεριανό) γεύμα 2. δοκιμάζω, γνωρίζω … Dictionary of Greek
γεύμα — και γέμα και γιόμα, το (AM γεῡμα, Μ και γεῡσμα και γέσμα) η τροφή, το φαγητό μσν. νεοελλ. 1. το πρόγευμα 2. το μεσημεριανό φαγητό, το κύριο γεύμα τής ημέρας νεοελλ. 1. η απαραίτητη ποσότητα τροφής που καταναλώνει κανείς («τρία γεύματα την ημέρα») … Dictionary of Greek
γιόμα — το 1. πρόγευμα, κολατσιό 2. μεσημεριανό φαγητό, γεύμα 3. το χρονικό διάστημα ανάμεσα στο πρωί και το μεσημέρι 4. το μεσημέρι 5. το μεσουράνημα τού ήλιου και τών άστρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γεύμα] … Dictionary of Greek
δείπνο — το και δείπνος, ο (AM δεῑπνον, το και δεῑπνος, ο) 1. το βραδινό φαγητό («κι ανέγνοιος εκοιμούντονε, το δείπνο να χωνέψει» «ἔχουσι γεῡμα θλιβερόν, δεῑπνον ὀνειδισμένον» «χωρεῑν ἐπὶ δεῑπνον») 2. η ώρα τού βραδινού φαγητού (α. «θα γυρίσουμε κατά το… … Dictionary of Greek
μεσημεριανός — και μεσημερινός και μεσημερνός, ή, ό (Μ μεσημερινός, ή, όν, θηλ. και μεσημερινού και μεσημερνού) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μεσημέρι, αυτός που γίνεται το μεσημέρι, μεσημβρινός, μεσημεριάτικος («μεσημεριανό φαγητό») μσν. το θηλ. ως ουσ. ἡ… … Dictionary of Greek
προγευματίζω — ΝΑ νεοελλ. 1. παίρνω το πρόγευμα, το πρωινό μου 2. (παλαιότερα) τρώω το μεσημεριανό μου, γευματίζω αρχ. δοκιμάζω, γεύομαι κάτι προηγουμένως («ὅταν προγευματίσας τις ἰσχυροῡ χυμοῡ γεύηται ἑτέρου», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
πρόγευμα — το, ΝΜ [προγεύομαι] το πρωινό φαγητό, κολατσιό νεοελλ. (παλαιότερα) το μεσημεριανό φαγητό σε αντιδιαστολή προς το δείπνο μσν. ο χρόνος κατά τον οποίο λαμβάνεται το πρωινό φαγητό, το πρωί … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek